Μια συζήτηση με τη μοναδική στο είδος της ελληνίδα εικαστικό, η οποία μας εξηγεί βήμα-βήμα τη διαδικασία της τέχνης της, μας ταξιδεύει στους μαγευτικούς υδάτινους κόσμους των ποταμών και της θάλασσας και μας ξεναγεί στον νέο της εκθεσιακό χώρο.
Η Μαρίτσα Τραυλού είναι όπως οι πορσελάνες της: ντελικάτες και κομψές στην όψη, ανθεκτικές και γεμάτες μνήμες στο εσωτερικό τους. Και αν στην πορσελάνη οι μνήμες φαίνονται μέσα από τις ρωγμές και τους μοναδικούς σχηματισμούς που αποτυπώνονται επάνω της, στην κυρία Τραυλού οι μνήμες αποκτούν υπόσταση μέσα από τις δημιουργίες της. Μέσα από τις εντυπωσιακών διαστάσεων εγκαταστάσεις των εκατοντάδων ψαριών, που κανένα δεν είναι ακριβώς ίδιο με το άλλο, από τα υπέροχα τραπέζια, τα φωτιστικά και τα άλλα έπιπλα που θυμίζουν τον βυθό, τα πιάτα και τις σφαίρες της με τους μοναδικούς χρωματισμούς, μέχρι και μέσα από τα χρυσά χείλη των χαριτωμένων φιγούρων από βατράχια που έχει στη συλλογή της. Αμέτρητες πορσελάνες που κοσμούν την ολοκαίνουργια γκαλερί της στην οδό Καψάλη στο Κολωνάκι, αλλά και τους εσωτερικούς χώρους των σπιτιών της, όλες βγαλμένες μέσα από τη φαντασία, την έμπνευση και τις αναμνήσεις μιας ζωής δίπλα στη θάλασσα. Από τα παιδικά της χρόνια στην παραλία του Μοσχάτου, μέχρι την πορεία της στη ναυτιλία δίπλα στον σύζυγό της Νίκο Τραυλό και τα «καταφύγιά» της στη φύση, όπου περνάει τον χρόνο της τα τελευταία χρόνια δημιουργώντας.
Αυτό που κάνει η Μαρίτσα Τραυλού δεν το κάνει κανένας άλλος στον κόσμο. Μια τέχνη που συνδυάζει φωτογραφία, ζωγραφική, γλυπτική και κεραμική με τεχνική, σωματική αντοχή και γνώσεις μηχανικής, χημείας, γεωλογίας. Μια δαπανηρή διαδικασία που απαιτεί μεγάλους χώρους για να στεγνώνουν τα υλικά και φούρνους για τα πολύωρα ψησίματα. Επί τριάντα χρόνια και ξεκινώντας από τη ζωγραφική, κατακτά σιγά-σιγά τις γνώσεις και τις τεχνικές που απαιτεί η μοναδική της τέχνη, για την οποία εργάζεται σκληρά με αγάπη και αφοσίωση επί καθημερινής βάσης. Η ίδια μάς την περιγράφει συνοπτικά και μας διηγείταιτη συναρπαστική αυτή πολυετή πορεία που εξακολουθεί να τη μαγεύει και να την ταξιδεύει νοερά.
Από ό,τι έχω αντιληφθεί, πρέπει να εργάζεστε σκληρά για τις δημιουργίες σας.
«Ναι, είμαι σε έναν πάγκο όλη μέρα και εργάζομαι. Εχω όμως και ένα επιτελείο συνεργατών δίπλα μου, με σπουδαιότερο τον Φώτη Λύκο, με τον οποίο είμαστε μαζί στο εργαστήριο τριάντα χρόνια. Ολοι περνούν από εκπαίδευση πρώτα και μετά ξεκινούν την εργασία»
Ποια είναι η διαδικασία που ακολουθείτε για τις δημιουργίες σας;
«Θα σας τα πω χωρίς τις πολλές λεπτομέρειες. Δουλεύω με πορσελάνη από την Αγγλία, η οποία είναι άσπρη. Τη φυλάσσουμε σε έναν χώρο για να μη στεγνώσει και να παραμείνει υγρή. Με ειδικά χρώματα από φυσική ύλη υψηλής θερμοκρασίας που αγοράζω από την Κίνα, καθώς δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, χρωματίζω ολόκληρη τη μάζα της πορσελάνης με τον εξής ειδικό τρόπο: Από τα 15-20 χρώματα που έχω, αναμειγνύοντάς τα, φτιάχνω εκατοντάδες άλλα. Εχοντας επιλέξει ποια θέλω να βάλω σε ένα έργο, και έχοντας το σχέδιο μπροστά μου, αρχίζω και δημιουργώ. Αφού λοιπόν φτιάξω αυτό που έχω στο μυαλό μου, π.χ. ένα πιάτο, το βάζουμε στο ειδικό καλούπι που έχουμε φτιάξει, πάλι από υλικό που θέλει ψήσιμο και μια διαδικασία, και το πιέζουμε με μια πρέσα δύναμης 45 τόνων. Τα καλούπια είναι επενδεδυμένα με μέταλλο απ’ έξω για να μην εκραγούν. Αφού βγει από την πρέσα μπαίνει σε έναν χώρο, σε ειδικό ξύλο, όπου στεγνώνει πολύ σιγά και όχι απότομα. Μετά μπαίνει στον φούρνο, αλλά όχι σκέτο. Εχουμε φτιάξει ένα χοντρό πιάτο αντίστοιχο στις διαστάσεις και το σχήμα, από έναν πηλό υψηλής θερμοκρασίας, σαν κρεβάτι, για να το βάλουμε πάνω. Γίνεται το πρώτο ψήσιμο στους 800°C. Bγαίνει από εκεί και τρίβεται σε ένα ειδικό δωμάτιο. Είναι ακόμη άσπρο εκείνη την ώρα. Δεν φαίνονται τα χρώματα. Ξαναμπαίνει με το “κρεβατάκι” του στον φούρνο στους 1.280°C. Εκεί λιώνουν τα πάντα. Δεν υπάρχει μέταλλο που να μη λιώνει μέσα εκεί. Και αν είναι καλά και δεν έχει ραγίσει, δεν έχει ανοίξει, δεν έχει πάθει κάτι, ξαναμπαίνει στον χώρο όπου τρίβεται και το περνάμε ένα τελευταίο χέρι για να γυαλίσει. Ολα είναι χειροποίητα. Εχω κάνει ολόκληρα δάπεδα που να περνάει στρατός για έναν αιώνα από πάνω τους, δεν θα πάθουν τίποτα. Ούτε από τον ήλιο ούτε από το νερό».
Πολύ δύσκολη και απαιτητική διαδικασία. Υπάρχει κανείς άλλος που να το κάνει όλο αυτό;
«Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι μπορούν, χρησιμοποιώντας μια υψηλού επιπέδου θερμοκρασίας πορσελάνη, δηλαδή που να ψήνεται γύρω στους 1.300°C, να δουλεύουν έναν μήνα για ένα μικρό δοχείο. Δεν υπάρχει κανείς στον κόσμο που να κάνει όλο αυτό. Εμείς έχουμε μεγάλα καλούπια. Τα παιδιά που δουλεύουν στο εργαστήριο είναι νεαρά, δυνατά, και μπορούν να τα σηκώσουν. Πολλές φορές χρειάζονται τρεις άνθρωποι για να γυρίσουν ένα καλούπι. Επίσης είναι και μεγάλο το κόστος από άποψη ενέργειας».
Εσείς πώς ξεκινήσατε;
«Εχω κάνει πολλά χρόνια ζωγραφική σε διάφορες σχολές, με πολλούς και καλούς δασκάλους, αλλά και ιδιαίτερα μαθήματα. Πριν από 32 χρόνια, έπιασα για πρώτη φορά πηλό στα χέρια μου και είπα “αυτό είναι”. Αυτομάτως τον χρωμάτισα γιατί ήταν ο λευκός πηλός. Αρχισα να πηγαίνω σε έναν αγγειοπλάστη. Tην κεραμική την μπλέκουμε με την αγγειοπλαστική. Αλλο το ένα, άλλο το άλλο. Μετά, έφερα για πρώτη φορά από την Ισπανία χρωματισμένη πορσελάνη και δούλευα με αυτή. Το 1995, όταν παντρεύτηκε η κόρη μου, μπήκα στη λογική να φτιάξω 1.000 μπομπονιέρες, άσπρες, πορσελάνινες. Πάνω είχαν όλες τους από ένα ανάγλυφο σχέδιο. Μια μέλισσα, μια πεταλούδα, ένα βατραχάκι. Ηταν ξεχωριστή η μία με την άλλη. Αργότερα, και για 5-6 χρόνια, ασχολήθηκα με το να διακοσμήσω με αυτόν τον τρόπο το σπίτι μου στην Ερμιόνη. Εκεί υπάρχει πολλή δουλειά, από το τζάκι, τα πατώματα, όλα. Το 2017 έκανα μια έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη. Εφτιαξα 4.500 βατραχάκια για τον συγκεκριμένο σκοπό. Ο άνδρας μου μού έλεγε συνέχεια να κάνω επιτέλους μια έκθεση και αργότερα η κόρη μου. Οταν εκείνος “έφυγε”, αφοσιώθηκα πλήρως σε αυτή την τέχνη».
Εχω διαβάσει σε συνεντεύξεις σας να λέτε ότι η πορσελάνη έχει μνήμη. Τι εννοείτε;
«Αν η πορσελάνη σού ραγίσει την ώρα που στεγνώνει, δεν τη σώζεις με τίποτα. Θα πρέπει να την τελειώσεις, κι αν είναι διακοσμητική την κρατάς ως κομμάτι του σχεδίου. Αν πρόκειται για αντικείμενο χρηστικό, όπως είναι ένα πιάτο ή ένα ποτήρι, την πετάς. Αυτά τα αντικείμενα μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις για τα πάντα. Δεν παθαίνουν τίποτα».
Μιλήσατε για τα βατραχάκια. Αυτά πώς τα φτιάχνετε;
«Κατ’ αρχάς τα παρατηρώ στα ποτάμια πώς κάθονται, πώς κινούνται, για να φτιάξω τις φιγούρες με ακρίβεια. Είναι φτιαγμένα από τον πηλό που χρησιμοποιούμε για “κρεβατάκια” της πορσελάνης που προανέφερα. Δεν έχει διαφάνεια, είναι συμπαγής και έχει συρρίκνωση 10%. Η πορσελάνη έχει 15%, άρα βάζοντάς τη μέσα, αυτό δεν θα συρρικνωθεί για να τη σφίξει. Πολλές φορές στα βατραχάκια κάνω και τρίτο ψήσιμο. Εχω βάλει αληθινό χρυσό στα χείλη τους και αυτό θέλει τρίτο ψήσιμο στους 700°C. Χρειάζεται τέχνη, τεχνική και δύναμη. Είναι μια ολόκληρη ιστορία και παράλληλα απαιτείται πολλή ενέργεια για το ψήσιμο. Σκεφτείτε ότι για το πρώτο ψήσιμο απαιτούνται 10-12 ώρες. Για το δεύτερο 16. Φανταστείτε σε πόση ενέργεια μεταφράζεται αυτό».
Πού γίνονται όλα αυτά;
«Μένω στις Αφίδνες, σε κτήμα, και έχω το εργαστήριό μου εκεί, τους φούρνους, όλα. Εχω επτά φούρνους και δύο με γκάζι, όπου κάνω άλλα πράγματα, επειδή εκεί έχει φλόγα. Κλείνεις από πάνω το οξυγόνο και γίνεται αναγωγικό το ψήσιμο. Εκεί, ας πούμε, ο χαλκός που είναι πράσινος, γίνεται κόκκινος. Ολα αυτά τα έχω εφαρμόσει μετά από ατελείωτο διάβασμα. Πρέπει να δουλεύεις. Είμαι τουλάχιστον οκτώ ώρες την ημέρα στο εργαστήριο. Οταν κάποιος μού πει ότι πάει σε εργαστήριο κεραμικής, πάντοτε τον ρωτάω αν έχει δικό του στο σπίτι. Γιατί αν δεν έχει, θα ταλαιπωρηθεί άδικα. Αν δεν εφαρμόσεις τις τεχνικές στο σπίτι σου για να τις πας πιο κάτω, δεν θα προχωρήσεις».
Τα έργα σας πολλές φορές έχουν κίνηση.
«Εχω συνεργάτες, ρομποτιστές παγκοσμίου φήμης. Οταν τους είπα την ιδέα μου για το φωτιστικό, μου είπαν “το ’χουμε” (σ.σ.: Αναφέρεται σε ένα μεγάλο φωτιστικό, από το οποίο κρέμονται πάνω από 100 πορσελάνινα ψάρια και το οποίο κινείται περιστροφικά και πάνω-κάτω. Αντίστοιχα, το κάθε ψάρι ξεχωριστά κινείται, ώστε να φαίνεται σαν να κολυμπάει. Το φως δημιουργεί κινούμενες σκιές στον τοίχο, που δίνουν την εντύπωση του βυθού). Μια άλλη εταιρεία μού έφτιαξε ένα σύστημα για την πρέσα. Επειδή το κάθε αντικείμενο χρειάζεται διαφορετική πίεση, έφτιαξαν έναν μηχανισμό όπου ανάλογα με το ποιο κουμπί πατάς, η πρέσα κατεβαίνει με διαφορετική δύναμη. Πρέπει να έχεις ειδικούς συνεργάτες, όπως είναι οι μεταλλουργοί, οι χύτες, οι καλουπατζήδες, δεν μπορεί να λειτουργήσει διαφορετικά. Ημουν ένας τυχερός άνθρωπος, μπορούσα και το έκανα».
Ολα τα έργα σας και η έμπνευσή σας έρχονται από τη θάλασσα;
«Εχω γεννηθεί στη θάλασσα. Και εγώ και ο άνδρας μου. Ολα τα έργα μου είναι οι αναμνήσεις μου. Ολη μου η λογική βγαίνει μέσα από αυτές. Οι εποχές που ζήσαμε εμείς ήταν εποχές γειτονιάς και ανθρώπων που ανταλλάσσαμε καθημερινά την “καλημέρα” και η θάλασσα πάντα δίπλα μας. Η θάλασσα είναι μέσα μας. Ολα τα ψάρια που έχω φτιάξει είναι αυτά που έχω φωτογραφίσει η ίδια μέσα στον βυθό. Δεν έχω φτιάξει αλλοδαπά, μόνο ελληνικά ψάρια. Και έπειτα, είναι και το ίδιο το υλικό. Σε ταξιδεύει. Οταν μετά από ένα έργο μού μένει η ζύμη στα χέρια, την πλάθω κι αρχίζω, παίρνοντας μια χορδή, τη λεπτότερη, να τη ζωγραφίζω. Συνεχίζω με άλλα χρώματα και φτιάχνω ποτηράκια ή κοσμήματα. Χαλαρώνω εκείνη την ώρα. Το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε ετοίμασα τον βυθό, τα ψάρια, τη θάλασσα. Από τη Δευτέρα έχουμε ξεκινήσει και φτιάχνουμε σφαίρες, οι οποίες θα έχουν ομάδες ψαριών. Σήμερα ανοίξαμε την πρώτη και στεγνώνει. Κάναμε 145 ψάρια. Εχω στο μυαλό μου τόσα σχέδια, τόσες ιδέες. Σε ταξιδεύει αυτό το υλικό. Η όλη διαδρομή. Και τα χρώματα, επειδή προέρχονται από φυσικά υλικά, είναι αρμονικά και σε γαληνεύουν».
Θα κάνετε κάποια άλλη έκθεση;
«Δεν νομίζω ότι θα ξανακάνω έκθεση σε κάποιον μουσειακό ή άλλον χώρο. Εχω δημιουργήσει τη δική μου γκαλερί, τον χώρο όπου βρισκόμαστε τώρα και συζητάμε». Πραγματικά, είναι πολύ όμορφος και ιδιαίτερος.